- ανεξιχνίαστος
- η , ο [ος , ον ] нерасследованный, нераскрытый, неразгаданный, загадочный, непостижимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνεξιχνίαστος — unsearchable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξιχνίαστος — η, ο (AM ἀνεξιχνίαστος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός «ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῡ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῡ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον» νεοελλ. όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν… … Dictionary of Greek
ανεξιχνίαστος — η, ο αυτός που δεν εξιχνιάστηκε, δεν εξακριβώθηκε ή δεν μπορεί να εξιχνιαστεί: Το έγκλημα εκείνο μένει ακόμη ανεξιχνίαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεξιχνιάστως — ἀνεξιχνίαστος unsearchable adverbial ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξιχνίαστον — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem acc sg ἀνεξιχνίαστος unsearchable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξιχνιάστοις — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξιχνιάστου — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξιχνιάστους — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξιχνιάστων — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξιχνιάστῳ — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξιχνίαστα — ἀνεξιχνίαστος unsearchable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)